δωρήσεται

δωρήσεται
δωρέομαι
give
aor subj mp 3rd sg (epic)
δωρέομαι
give
fut ind mp 3rd sg
δωρέω
give
aor subj mid 3rd sg (epic)
δωρέω
give
fut ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • PATERA — eo quod pateat, dicta: Eius in sacrificiis antiquitus usus fuit, postea ad convivia transiit. Unde Vatro de L. L. l. 4. Hisce etiam nunc in publico conurvio, antiquitatis retinendae causa, cum Magistri siunt, potio circumsertur, et in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… …   Dictionary of Greek

  • προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… …   Dictionary of Greek

  • ωσεί — ὡσεί, ΝΑ, και ὡς εἰ, Α (λόγιος τ.) επίρρ. ωσάν, σαν να (α. «ωσεί παρών» σαν να ήταν παρών β. «φιάλαν ὡς εἴ τις... δωρήσεται», Πίνδ.) αρχ. 1. (σε απλή παρομοίωση) σαν 2. (με αριθμτ. ή με λέξεις που σημαίνουν μέτρο χρόνου ή τόπου) περίπου («ὡσεὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”